Οι δρόμοι των ονείρων σου


Ουράνιο στρώθηκε φευγιό, ψυχές να ταξιδέψουν
Σαν ξεκορμίσαν άθελα, τη μοίρα να γυρέψουν

Ποτίζει μοναχή η γης, μεριάζοντας το χώμα
Για να σκεπάσει στη στιγμή, το αιματερό τους σώμα

Αγέρι πήρε μακριά, τις ύστερες τις φήμες
Σαν σκόρπισε η μυρωδιά, σκορπίσανε και οι μνήμες

Και ψύχωσαν τα νεκρά πουλιά, θρήνισμα να λαλήσουν
Κι αναφτεριάζουν στ’ αψηλά, οι κάμποι να βοήσουν

Ακροπατώντας στις κορφές, μες το κενό βουτάνε
Καβάλα παίρνουν τις ψυχές, μακριά πολύ τις πάνε

Ακούς αχό των κονιορτών, στα πέρατα τις χάνεις
Στέκεις στις μύτες των ποδιών, μα όμως δεν τις φτάνεις

Κάποιοι ρωτούν τ’ αερικό, μα άδικος ο κόπος
Τον τάφο τους τον ξακουστό, κανείς δεν ξέρει τόπος

Και μακαρίζεις το φευγιό, και νοσταλγείς συνάμα
Της λησμονιάς να πιεις νερό, απ’ της πηγής το νάμα

Ανοίγεις το ύψος της ματιάς, σ’ αλαργινούς αιθέρες
Ποιον πηγαιμό αναζητάς, τις μυστικές ημέρες;

Οι δρόμοι των ονείρων σου, πλαταίνουν τη φυγή σου
Να μην πλαντάξεις άδικα, απ’ τη στερνή πνοή σου!

............................................................................
Μες την ίδια πατρίδα

Τριγύρω φάτσες μονότονες
και τα μέρη γνωστά
που με ζώνουν.
Κλείνουν κόπους και όνειρα
και δυο μάτια βουβά
που βουρκώνουν.
Κει που κυλάει το δάκρυ μου
στο καυτό μονοπάτι μου
άγιο μύρο.
Να ποτίζει τις ρίζες μου
που σε τούτη την γη
με αφήσαν να σπείρω.
Θάλασσα είναι το αίμα μου
και η στεριά της κορμί
που 'χω δώσει.
Μα η ψυχή δεν βολεύεται
πουθενά δεν χωρά
και ζητά να γλιτώσει.
Όσα χρόνια περάσανε
και όσα ακόμη δεν ήρθαν
θα 'ναι ίδια.
Ώσπου ήρθε η στιγμή
που τα μάτια μου έκλεισαν,
τότε είδα...

ότι ζούσα ξανά
μια ίδια ζωή
μες την ίδια πατρίδα!